VOICING - ορισμός. Τι είναι το VOICING
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι VOICING - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Voicer; Voicing (disambiguation)

Voicing         
·p.pr. & ·vb.n. of Voice.
Voice (phonetics)         
TERM USED IN PHONETICS AND PHONOLOGY
Voiced; Voiced consonant; Voicing (phonetics); Devoiced; Voiced consonants; Voiced phoneme; ˬ; Partial voicing; Voice phonetics; Voicedness; Voiced sound
Voice or voicing is a term used in phonetics and phonology to characterize speech sounds (usually consonants). Speech sounds can be described as either voiceless (otherwise known as unvoiced) or voiced.
Voicing (pipe organ)         
ACHIEVING THE REQUIRED TONAL QUALITY FROM EACH PIPE OF A PIPE ORGAN
Voicing of a pipe organ is the art of achieving the required tonal quality from each pipe, as distinct from tuning (setting its pitch or frequency). The term only applies to flue pipes, not to reeds, and is practised by a specialist voicer, who may also be the tuner.

Βικιπαίδεια

Voicing

Voicing may refer to:

  • Voicing (music), the distribution of a chord's notes, either in composition or orchestration
  • The regulation of tone and loudness of an instrument's notes:
    • Piano_maintenance#Voicing
    • Voicing (pipe organ)
    • Plectrum#Voicing_harpsichord_plectra
  • Voicing (phonetics), in phonetics and phonology
    • Consonant voicing and devoicing
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για VOICING
1. Housemates have been voicing their suspicions about Fake Week.
2. He must have an opinion, but he isn‘t voicing it.
3. Among those voicing opposition to the troop buildup were Sens.
4. But Iran‘s allies in the region were voicing their concern.
5. Hook had been voicing complaints about lab management for years.